εμβέλεια

εμβέλεια
η , εμβέλες τό
1) радиус действия, дальность полёта (снаряда и т. п.); 2) дальность радиопередач

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εμβέλεια" в других словарях:

  • εμβέλεια — Το ολικό μήκος R της τροχιάς που μπορεί να διανύσει ένα σωμάτιο, έως ότου μηδενιστεί η ενέργειά του εξαιτίας ιονισμού (στα άτομα του απορροφητή), διέγερσης και άλλων αλληλεπιδράσεων με το υλικό μέσο στο οποίο κινείται. Η ε. ενός δεδομένου… …   Dictionary of Greek

  • εμβέλεια — η 1. το όριο στο οποίο μπορεί να φτάσει βλήμα όπλου, το βεληνεκές. 2. το όριο ως το οποίο είναι καλή η λήψη των σημάτων είτε πομπού ασυρμάτου είτε ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού. 3. μτφ., σπουδαιότητα, σημασία: Νομοθέτημα μεγάλης εμβέλειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γκάιγκερ-Νατάλ, σχέση — Όρος της φυσικής. Αναφέρεται στην εμπειρική ανακάλυψη –το 1911– από τους φυσικούς Γ. και Ν., της σχέσης ανάμεσα στην εμβέλεια (R) ενός σωματίου άλφα που εκπέμπεται από ένα ραδιενεργό υλικό και τη σταθερά διάσπασής του (λ): log λ = Α + Β log R,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοπυξίδα — Αυτόματο ραδιογωνιόμετρο, που τοποθετείται στα αεροσκάφη για να καθορίζουν την πορεία τους. Η εμβέλεια λήψης της ρ. εξαρτάται από την εμβέλεια των ραδιοφάρων με τους οποίους συνεργάζεται. Η ρ. βασίζεται στην κατευθυντική ιδιότητα που έχουν τα… …   Dictionary of Greek

  • Γιουκάβα, Χιντέκι — (Hideki Yukawa,Τόκιο 1907 – 1981). Ιάπωνας θεωρητικός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Κιότο όπου υπήρξε καθηγητής από το 1939 έως το 1950. Εργάστηκε στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πρίνστον και στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια από το… …   Dictionary of Greek

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»